σκωπτικῇ

σκωπτικῇ
σκωπτικός
given to mockery
fem dat sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σκωπτική — σκωπτικός given to mockery fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αγουρώον ή Αγγουρώον — Σκωπτική ονομασία που έδωσαν οι κάτοικοι του Ναυπλίου στο ηρώο που έστησε το 1841 η αντιβασιλεία στην Πρόνοια, έξω από το Ναύπλιο, ενθύμηση των Βαυαρών που πέθαναν από λοίμωξη το 1833. Η ονομασία οφείλεται στο γεγονός ότι επικρατούσε η εντύπωση… …   Dictionary of Greek

  • -άκλα — Γλωσσ. μεγεθυντική κατάληξη θηλυκών ουσιαστικών τής Ν. Ελληνικής με σκωπτική ή μειωτική σημασία π.χ. μουρ άκλα (μούρη), φων άκλα (φωνή), χερ άκλα (χέρι) κ.λπ …   Dictionary of Greek

  • -αράς — μεγεθυντική κατάληξη αρσενικών ονομάτων της Νεοελληνικής με μεγάλη παραγωγική δύναμη. Αβέβαιης ετυμολογικής προέλευσης. Πιθανώς προήλθε από ονόματα σε άρι (πρβλ. παλληκάρι παλληκαράς, ποδάρι ποδαράς) ή από συμφυρμό των καταλ. άρος και άς ή άρα… …   Dictionary of Greek

  • -ούκλα — μεγεθυντική κατάλ. θηλυκών ουσιαστικών τής Νέας Ελληνικής με σκωπτική σημ.: χερ ούκλα < χέρι, ματ ούκλα < μάτι, ψαρ ούκλα < ψάρι. Για την προέλευση και τη σημ. τής κατάλ. βλ. λ. άκλα …   Dictionary of Greek

  • Απλοκύων — Ἁπλοκύων, ο (Α) 1. σκωπτική ονομασία του κυνικού φιλοσόφου Αντισθένη, που φορούσε τον χιτώνα του μονό αντί διπλό 2. ανόητος, μωρός …   Dictionary of Greek

  • άσιος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Βασιλιάς της Αρίσβης, σύμμαχος των Τρώων, γιος του Αρτάκου. Τον σκότωσε o Ιδομενέας. II (6ος αι. π.Χ.). Σάμιος ποιητής. Έγραψε έπη, που αφορούν τους άρχοντες της πατρίδας του και περιγράφουν με σκωπτική διάθεση την τρυφηλή… …   Dictionary of Greek

  • αμφιάνακτες — ἀμφιάνακτες, οι (Α) σκωπτική ονομασία τών διθυραμβοποιών, γιατί στα προοίμια τών διθυράμβων τους συνήθως άρχιζαν με τη φράση «ἀμφί μοι αὖθις ἄνακτα». [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφὶ * + ἄναξ, ἄνακτος. ΠΑΡ. ἀμφιανακτίζω] …   Dictionary of Greek

  • αρίδα — η (AM ἀρίς, ίδος) 1. το τρυπάνι 2. φρ. «ηύρε η αρίδα ρόζο» (για απροσδόκητο εμπόδιο) μσν. νεοελλ. η ρίγα, ο χάρακας του μαραγκού νεοελλ. 1. η κνήμη ή το πόδι γενικότερα 2. φρ. (συνήθως με σκωπτική σημασία) «απλώνω, ξαπλώνω, τεντώνω την αρίδα μου» …   Dictionary of Greek

  • βαλλαχράδαι — βαλλαχράδαι, οι (Α) (σκωπτική επωνυμία των νέων στο Άργος) αυτοί που πετούν άγρια αχλάδια ο ένας στον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < βάλλω + αχράς «το αχλάδι, η αχλαδιά»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”